παραδοξάζοντα

παραδοξάζοντα
παραδοξάζω
make wonderful
pres part act neut nom/voc/acc pl
παραδοξάζω
make wonderful
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραδοξάζω — ΜΑ καθιστώ κάτι περίφημο, αξιοθαύμαστο, έκτακτο, εκπληκτικό («τὸν κύριον εὐλόγουν τὸν παραδοξάζοντα τὸν ἑαυτοῡ τόπον», ΠΔ) αρχ. θέτω διακριτικό σημείο με σκοπό να διακρίνω κάτι και, συνεκδοχικά, διακρίνω, ξεχωρίζω («παραδοξάσω ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”